- διακόνι
- τομαθητευόμενος εργάτης, μαστορόπουλο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διακονισαμένη — διακονῑσαμένη , διά κονίω make dusty aor part mid fem nom/voc sg (attic epic ionic) διά κονίζω aor part mid fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακονίεσθαι — διακονί̱εσθαι , διά κονίω make dusty pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)